draftsman

Προφορά της λέξης:  US [ˈdræftsmən] UK [ˈdrɑːftsmən]
  • n.(Επίσημη ή νομικά έγγραφα), συντάκτη
  • WebΟι σχεδιαστές της? Χαρτογράφος? Οι συντάκτες
n.
1.
κάποιος του οποίου η δουλειά είναι να σχεδιάσετε τα σχέδια για κάτι που κάποιος πρόκειται να κάνετε ή να οικοδομήσουμε
2.
κάποιον που αντλεί τα πράγματα