disruptive

Προφορά της λέξης:  US [dɪsˈrʌptɪv] UK [dɪs'rʌptɪv]
  • adj.Προκαλέσει σύγχυση? Αναστάτωση? Καταστροφική
  • WebΑνατρεπτική? Ζημία? Διχαστική
adj.
1.
προκαλεί δυσκολίες που διακόπτουν κάτι ή να εμποδίσει να εξακολουθεί