disarrange

Προφορά της λέξης:  US [ˌdɪsəˈreɪndʒ] UK [.dɪsə'reɪndʒ]
  • v.Ανιστοσταθμίσεις? Χάος
  • WebΔιαταραχθεί? Διαταραχθεί? Αναστατωμένος
v.
1.
να αναστατώσει τη σειρά των κάτι, ή να γίνουν κάτι να φανούν ακατάστατοι