- n.Απορρυπαντικό? Σκόνη απορρυπαντικά πλυσίματος
- adj.Πλυντήριο
- WebΠροϊόντα καθαρισμού? Removers λεκέδων? Απορρυπαντικό
n. | 1. ένα υγρό ή σκόνη που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των ρούχων ή πιάτων |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: detergent
-
Βασίζεται σε detergent, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
s - detergents
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το detergent, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με detergent, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν detergent ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με detergent
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : de det deter deterge e et t e er erg r g gen gent e en t
- Βασίζεται σε detergent, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: de et te er rg ge en nt
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με detergent από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με detergent :
detergent -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν detergent :
detergent -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με detergent :
detergent