detergent

Προφορά της λέξης:  US [dɪˈtɜrdʒənt] UK [dɪˈtɜː(r)dʒ(ə)nt]
  • n.Απορρυπαντικό? Σκόνη απορρυπαντικά πλυσίματος
  • adj.Πλυντήριο
  • WebΠροϊόντα καθαρισμού? Removers λεκέδων? Απορρυπαντικό
n.
1.
ένα υγρό ή σκόνη που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των ρούχων ή πιάτων