detaining

Προφορά της λέξης:  US [dɪˈteɪn] UK [dɪ'teɪn]
  • v.Κράτησης· Σύλληψη? Κρατήσει
  • WebΜπλοκ
v.
1.
να κρατήσει κάποιος σε ένα αστυνομικό τμήμα ή τη φυλακή και δεν τους επιτρέπουν να φύγουν
2.
να κρατήσει κάποιος στο νοσοκομείο, επειδή είναι πολύ άρρωστος για να φύγει
3.
να καθυστερήσει σε κάποιον που έχει να πάει κάπου