despotism

Προφορά της λέξης:  US [ˈdespəˌtɪzəm] UK [ˈdespəˌtɪz(ə)m]
  • n.Αυταρχικού κανόνα? Δικτατορία? Τυραννία
  • WebΑπολυταρχία? Αυταρχική πολιτική ζωή· Αυταρχικά καθεστώτα
n.
1.
η χρήση της ενέργειας με τρόπο σκληρό και παράλογο
n.