desertion

Προφορά της λέξης:  US [dɪˈzɜrʃ(ə)n] UK [dɪˈzɜː(r)ʃ(ə)n]
  • n.Εγκαταλειφθεί· Το κόμμα του? Διαφυγής? Αποβλήτων
  • WebΕγκατέλειψες? Λιποταξία? Έχασε
n.
1.
η πράξη της αφήνοντας τον στρατό χωρίς άδεια