delphic

Προφορά της λέξης:  US ['delfɪk] UK ['delfɪk]
  • adj.(Ελλάδα), Δελφών. Απόλλωνα. αποκάλυψη του μυστηρίου
  • WebΑόριστη μπάντα πόλη των Δελφών. Πεταλούδες μήνα