creek

Προφορά της λέξης:  US [krɪk] UK [kriːk]
  • n.Ρεύμα? ρεύμα? Όρμο? Creek
  • WebLangquan (Creekaudio), xiaowan? Νευροκαβαλίκεμα
n.
1.
ένα στενό ρεύμα
2.
ένα μακρόστενο περιοχή του ωκεανού που εκτείνεται στη γη