counselled

Προφορά της λέξης:  US [ˈkaʊns(ə)l] UK ['kaʊns(ə)l]
  • v.Συμβουλές? Συζητήστε με το άλλο? Συμβουλές [προτάσεις]? Δεχθεί ενθαρρυνόμενη [συνιστάται]
  • n.Φορείς· Πειθούς? Νομικό παραστάτη· Συνετή
  • WebΣυμβουλές? Δικηγόρος? Συμβουλευτείτε
advocate attorney attorney-at-law lawyer counselor counsellor counselor-at-law legal eagle
n.
1.
ένας δικηγόρος που δίνει κάποιος νομικές συμβουλές και αντιπροσωπεύει τους στο δικαστήριο
2.
συμβουλές και βοήθεια
v.
1.
να δώσει κάποιος για συμβουλές και βοήθεια με τα προβλήματά τους, ειδικά ως εργασία σας
2.
να δώσει κάποιος συμβουλές για το τι να κάνετε σε μια συγκεκριμένη κατάσταση