corroborate

Προφορά της λέξης:  US [kəˈrɑbəˌreɪt] UK [kəˈrɒbəreɪt]
  • v.Πειστικές αποδείξεις (δηλώσεις, θεωρία, κ.α)
  • WebΕπιβεβαιωθεί η εμφάνισή της· Υποστήριξη ή επιβεβαίωση? Επιβεβαιώστε
v.
1.
να υποστηρίζουν όσα λέει κάποιος δίνοντας πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία που συμφωνεί με τους