- v.Πειστικές αποδείξεις (δηλώσεις, θεωρία, κ.α)
- WebΕπιβεβαιωθεί η εμφάνισή της· Υποστήριξη ή επιβεβαίωση? Επιβεβαιώστε
v. | 1. να υποστηρίζουν όσα λέει κάποιος δίνοντας πληροφορίες ή αποδεικτικά στοιχεία που συμφωνεί με τους |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: corroborate
-
Βασίζεται σε corroborate, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
d - corroborated
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το corroborate, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με corroborate, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν corroborate ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με corroborate
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : cor or r r rob b bo bora borate or ora orate r rat rate a at ate t e
- Βασίζεται σε corroborate, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: co or rr ro ob bo or ra at te
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με corroborate από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με corroborate :
corroborate -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν corroborate :
corroborate -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με corroborate :
corroborate