conversationalists

Προφορά της λέξης:  US [ˌkɑnvərˈseɪʃ(ə)nəlɪst] UK [ˌkɒnvə(r)ˈseɪʃ(ə)n(ə)lɪst]
  • n.Ομιλητής? Το ομιλητικό
n.
1.
κάποιον που βρίσκεται σε συνομιλίες και πάντα έχει ενδιαφέρον ή αστεία πράγματα να πω
na.
1.
Η παραλλαγή του conversationist