conflagration

Προφορά της λέξης:  US [ˌkɑnfləˈɡreɪʃ(ə)n] UK [ˌkɒnfləˈɡreɪʃ(ə)n]
  • n.Μεγάλη πυρκαγιά
  • WebΜια πυρκαγιά? Φωτιά? ENJO
n.
1.
μια πολύ μεγάλη πυρκαγιά που προκαλεί μεγάλη ζημιά
2.
μια κατάσταση στην οποία υπάρχει πολλή βία ή καταστροφή