computerizing

Προφορά της λέξης:  US [kəmˈpjutəˌraɪz] UK [kəmˈpjuːtəraɪz]
  • v.(Να) Μηχανοργάνωση? Μηχανογράφηση (αιτία να)
  • WebΜηχανοργάνωση? Μηχανογραφήσει? Μηχανογραφημένη
v.
1.
να χρησιμοποιείτε υπολογιστές για να κάνουμε μια συγκεκριμένη εργασία ή το είδος της εργασίας
v.