complacent

Προφορά της λέξης:  US [kəmˈpleɪs(ə)nt] UK [kəm'pleɪs(ə)nt]
  • adj.Επανάπαυση? Το αυτάρεσκο? Από πλήρη
  • WebΈνα παγώνι? Ανταποκριθεί? Έχει γυρίσει το κεφάλι
adj.
1.
πάρα πολύ αυτοπεποίθηση και χαλαρή, επειδή νομίζετε ότι μπορείτε να ασχοληθεί με κάτι εύκολα, ακόμη και αν αυτό δεν μπορεί να ισχύει