insensible

Προφορά της λέξης:  US [ɪnˈsensəb(ə)l] UK [ɪn'sensəb(ə)l]
  • adj.Καμία απάντηση ικανότητας· Χωρίς? Αγνοεί? Απώλεια της συνείδησης
  • WebΔεν συνείδηση? Στερείται αίσθηση? Καμία αίσθηση
adj.
1.
ασυνείδητο
2.
έλλειψη φυσικής αίσθηση
3.
δεν φροντίζουν για ή συμπάθεια σε κάποιον ή κάτι τέτοιο? δεν συνειδητοποιούν ή να παρατηρήσει κάτι