compels

Προφορά της λέξης:  US [kəmˈpel] UK [kəm'pel]
  • v.Ισχύ· ισχύ· που πρέπει να προκαλέσει (αντίδραση)
v.
1.
να αναγκάσει κάποιον να κάνει κάτι, ή να πάρει κάτι από κάποιον χρήση βίας