- v.Υποχρεωτικές? κάνει (νόμιμα ή ηθικά) υποχρεώσεις· ευγνώμων διατάξεις (α) χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αποπληρωμή των χρεών
- adj.Υποχρεωτική; Υπεύθυνος? απαιτείται? ""
- WebΥποχρεώνει? δεσμευμένο, αναγκαστική
adj. | 1. περιγράφει έναν οργανισμό που μπορεί να υπάρχουν μόνο σε ένα συγκεκριμένο ρόλο ή σε ειδικές συνθήκες περιβάλλοντος. |
v. | 1. να υποχρεωθεί κάποιος να κάνει κάτι σαν ένα νομικό ή ηθικό καθήκον2. να διαπράξουν κάτι, ειδικά κεφάλαια, για να εκπληρώσει την υποχρέωση, π. χ. ως εγγύηση |
-
Αγγλική λέξη obligate δεν μπορεί να γίνει.
-
Βασίζεται σε obligate, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
c - cogitable
d - obligated
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το obligate, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με obligate, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν obligate ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με obligate
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : obligate b li ligate g gat gate a at ate t e
- Βασίζεται σε obligate, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: ob bl li ig ga at te
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με obligate από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με obligate :
obligate -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν obligate :
obligate -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με obligate :
obligate