coincidental

Προφορά της λέξης:  US [koʊˌɪnsɪˈdent(ə)l] UK [kəʊˌɪnsɪˈdent(ə)l]
  • adj.Σύμπτωση? Όπως συμβαίνει? Μη-σχέδιο
  • WebΣύμπτωση? Συνεπής? Σύμφωνα με
adj.
1.
συμβαίνουν ή υπάρχουσες κατά τύχη και όχι λόγω σχεδιάζονται