coexisting

Προφορά της λέξης:  US [ˌkoʊɪɡˈzɪst] UK [ˌkəʊɪɡˈzɪst]
  • v.Συνύπαρξη
  • WebΣυνύπαρξη? Υπάρχουν? Τη συνύπαρξη
v.
1.
να ζήσουμε ή να υπάρχει ταυτόχρονα ή στο ίδιο μέρος
v.
1.