classicist

Προφορά της λέξης:  US [ˈklæsɪsɪst] UK ['klæsɪsɪst]
  • n.Αρχαία Ελλάδα των λογοτεχνικοί κριτικοί? Λατινική μελετητές? Κλασικιστής λόγιος
  • WebΤον κλασικιστή? Κλασσικό σχολείο? Σπίτι κλασικών σπουδών
n.
1.
κάποιος που μελετά κλασικά
2.
καλλιτέχνης ή συγγραφέας του οποίου η εργασία είναι με βάση τις αρχές του κλασικισμού