chapfallen

Προφορά της λέξης:  UK ['tʃæpˌfɔːlən]
  • adj.Κάτω γνάθου γέρνοντας? Χωματερές
  • WebΑπογοητευμένοι
adj.
1.
αισθάνεται δυστυχισμένος και άθλια