castigated

Προφορά της λέξης:  US [ˈkæstɪˌɡeɪt] UK [ˈkæstɪɡeɪt]
  • v.Σκληρή κριτική? Μαστίγιο την ευθύνη? Τροπολογία (άρθρο)
  • WebΤιμωρία? Την καταδίκασε
v.
1.
να επικρίνει κάποιος ή κάτι σοβαρά