cachexy

Προφορά της λέξης:  US [kæt'ʃeksɪ] UK [kæt'ʃeksɪ]
  • n."Γιατρός" (που προκαλείται από χρόνιες) ασθένεια (σώμα) μάζα· ένας σοβαρά αδυνατισμένος άνθρωπος
  • WebΚαχεξία? καχεξία? Phytophthora cactorum