bowstring

Προφορά της λέξης:  US ['boʊ-] UK ['bəʊstrɪŋ]
  • n.String τόξο
  • v.Στραγγάλισε
  • WebString τόξο? Η θηλιά? Κρεμάστηκε
n.
1.
η τεντωμένη χορδή σε ένας Τοξότης» s τόξο, συνήθως φιαγμένα από τα σκέλη της κάνναβης
n.
1.
the taut string on an archer' s bow, usually made of strands of hemp