bowsing

  • n.Ευκαιριακή άμετρη κατανάλωση? Ποτό
  • v."Αέρα" και "bouse"
  • WebBowes? Αγορά? Κάτω από την αγορά
v.
1.
[Πλοήγησης] Ίδιο όπως bouse
v.
1.
[ Navigation] Same as bouse