bonzes

Προφορά της λέξης:  US [bɑnz] UK [bɔnz]
  • n.Μοναχός
  • WebΜοναχός
n.
1.
ένας βουδιστής μοναχός στην Νοτιοανατολική Ασία, την Κίνα ή την Ιαπωνία