bleared

Προφορά της λέξης:  US [blɪrd] UK [bliəd]
  • adj.Άνθος (μάτι)? κακό? ποίηση, ομιχλώδη
  • v.(Μάτια) δαπάνες [υγρό, σάπια]; μουντό [Dim]? όργιο
  • n.Θολή όραση
  • WebΒρώμικο
v.
1.
να κάνει τα μάτια ομιχλώδης ή όραση ΔΗΜ, π. χ. με δάκρυα
v.
1.