blame

Προφορά της λέξης:  US [bleɪm] UK [bleɪm]
  • n.Κατηγορούν την αποδοκιμασία (κάτι κακό ή λάθος) τις ευθύνες του;
  • v.Φταίει? ... Αποδοθεί σε αποδοκιμασία της?
  • WebΚαταδικάζουμε, κατηγορώ
n.
1.
ευθύνη για ένα ατύχημα, το πρόβλημα, ή κακή κατάσταση
v.
1.
να λένε ή σκέφτονται ότι κάποιος ή κάτι είναι υπεύθυνος για ένα ατύχημα, το πρόβλημα, ή κακή κατάσταση