blacksmiths

Προφορά της λέξης:  US [ˈblækˌsmɪθ] UK ['blæk.smɪθ]
  • n.Ο σιδεράς? Οι εργαζόμενοι του σιδήρου? Σιδεράς? Παπούτσι
  • WebΣιδεράδικο? Δέκα μεγάλες σιδερά? Bulaikeshimisi
n.
1.
κάποιος του οποίου η δουλειά είναι να κάνει τα πράγματα από μέταλλο
n.