bisexuals

Προφορά της λέξης:  US [baɪ'sekʃuəl] UK [baɪ'sekʃʊəl]
  • adj.Φύλου· Ανδρόγυνο [ίδιες]
  • n.«Ζωή» της ισότητας των φύλων
  • WebΑμφιφυλόφιλος? Bi-σεξουαλική είμαι
adj.
1.
σεξουαλικά έλκονται από γυναίκες και άνδρες, ή ασκούν δραστηριότητα τόσο ετεροφυλόφιλων και ομοφυλόφιλων
2.
έχοντας δύο αρσενικά και θηλυκά χαρακτηριστικά
3.
περιγράφει κάτι όπως ένα λουλούδι που έχει τόσο αρσενικά όσο και θηλυκά αναπαραγωγικά όργανα
n.
1.
κάποιος που είναι αμφιφυλόφιλος