bilked

Προφορά της λέξης:  US [bɪlk] UK [bɪlk]
  • v.Απόκρυψη, φυγή να πληρώσει... VT οπισθοδρόμηση
  • n.Μικτή εξαπατήσει? εξαπατήσει
  • WebΑπάτη παραπλανήσει? απογοήτευση
v.
1.
να πάρει χρήματα από κάποιον με ανέντιμο τρόπο
v.