biggity

Προφορά της λέξης:  US ['bɪɡɪtɪ] UK ['bɪɡɪtɪ]

Για ορισμό του biggity, παρακαλώ επισκεφθείτε εδώ.

adj.
1.
κατά τρόπον conceitedly αναιδής ή αναιδής
adj.