- adj.Επιτακτική ανάγκη? Αυθαίρετη. Έγκυρες? Έγκυρες
- WebΤης αρχής· Της αρχής· Επίσημη
adj. | 1. με βάση το καλύτερο, πιο πλήρης, και πιο αξιόπιστες πληροφορίες2. δείχνει ότι χρησιμοποιούνται για να γίνεται σεβαστό ή να περιμένετε για να τηρούνται |
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: authoritative
- Προσθέτοντας ένα γράμμα δεν αποτελεί νέο αγγλικές λέξεις.
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το authoritative, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με authoritative, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν authoritative ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με authoritative
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : a author ut t th tho h ho or r it ita t ta tat a at t ti v ve e
- Βασίζεται σε authoritative, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: au ut th ho or ri it ta at ti iv ve
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με authoritative από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με authoritative :
authoritative -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν authoritative :
authoritative -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με authoritative :
authoritative