authorised

Προφορά της λέξης:  US ['ɔ:θərˌaɪzd] UK ['ɔ:θərˌaɪzd]
  • adj.Επιτρέπεται από το
  • WebΧορήγηση της άδειας κυκλοφορίας· Εγκεκριμένο ποσό? Εκ του νόμου