- v.Τους αφήνουν να συναντηθείτε (ηλικία, κατάσταση επιπέδου)
- WebΑποκτούν, έρχονται για την επίτευξη
v. | 1. να πετύχει στην επίτευξη κάτι, ειδικά μετά από πολλή προσπάθεια2. να επιτευχθεί μια συγκεκριμένη ηλικία, το ποσό ή το επίπεδο |
- Let me the Life Divine attain.
Πηγή: J. Wesley - Buenos Aires is a great modern city that has attained its present stature gradually.
Πηγή: A. J. Toynbee - I never came close to attaining any of my goals.
Πηγή: D. Jacobson - She was a woman..who had already attained a position of authority and trust.
Πηγή: R. Adams
-
Αγγλική λέξη attain δεν μπορεί να γίνει.
-
Βασίζεται σε attain, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
f - aaintt
i - antifat
s - titania
t - attaint
-
Όλα μικρότερη αγγλικές λέξεις εντός attain :
aa ai ain ait an ana ani ant anta anti at att in it na nit ta tain taint tan tat ti tin tint tit titan - Λίστα όλα μικρότερη αγγλικών λέξεων σε attain.
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με attain, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν attain ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με attain
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : a at att attain t t ta tain a ai ain in
- Βασίζεται σε attain, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: at tt ta ai in
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με attain από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με attain :
attained attainer attaints attains attaint attain -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν attain :
attained attainer attaints attains attaint attain reattain -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με attain :
attain reattain