attain

Προφορά της λέξης:  US [əˈteɪn] UK [ə'teɪn]
  • v.Τους αφήνουν να συναντηθείτε (ηλικία, κατάσταση επιπέδου)
  • WebΑποκτούν, έρχονται για την επίτευξη
achieve bag chalk up clock (up) gain hit log make notch (up) rack up ring up score win
v.
1.
να πετύχει στην επίτευξη κάτι, ειδικά μετά από πολλή προσπάθεια
2.
να επιτευχθεί μια συγκεκριμένη ηλικία, το ποσό ή το επίπεδο