- n.Αστιγματισμός
- WebΑστιγματισμός? Αστιγματισμός? Αστιγματισμός
n. | 1. μια κατάσταση στην οποία τα μάτια κάποιου ατόμου δεν μπορεί να εστιάσει σωστά χωρίς τη βοήθεια των γυαλιών |
adj.astigmatic
adv.astigmatically
-
Αναδιάταξη αγγλική λέξη: astigmatism
-
Βασίζεται σε astigmatism, νέες λέξεις που σχηματίζονται προσθέτοντας ένα γράμμα στην αρχή ή στο τέλος
s - astigmatisms
- Αγγλικές λέξεις που περιέχουν το astigmatism, με περισσότερα από επτά γράμματα : Κανένα αποτέλεσμα
- Λίστα όλων των αγγλικών λέξεων Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με astigmatism, Αγγλικές λέξεις που περιέχουν astigmatism ή Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με astigmatism
- Με την ίδια σειρά, Αγγλικές λέξεις που σχηματίζονται από οποιοδήποτε μέρος του : a as s st stig stigma t ti g m ma mat a at t ti tis is ism s m
- Βασίζεται σε astigmatism, όλες τις αγγλικές λέξεις σχηματίζονται αλλάζοντας ένα γράμμα
- Δημιουργήσετε νέα αγγλικές λέξεις με την ίδια ζεύγη γραμμάτων: as st ti ig gm ma at ti is sm
- Βρείτε Ελληνικά λέξεις που αρχίζουν με astigmatism από το επόμενο γράμμα
-
Αγγλικές λέξεις που αρχίζουν με astigmatism :
astigmatism -
Αγγλικές λέξεις που περιέχουν astigmatism :
astigmatism -
Αγγλικές λέξεις που τελειώνουν με astigmatism :
astigmatism