astigmatism

Προφορά της λέξης:  US [əˈstɪɡməˌtɪzəm] UK [əˈstɪɡməˌtɪz(ə)m]
  • n.Αστιγματισμός
  • WebΑστιγματισμός? Αστιγματισμός? Αστιγματισμός
n.
1.
μια κατάσταση στην οποία τα μάτια κάποιου ατόμου δεν μπορεί να εστιάσει σωστά χωρίς τη βοήθεια των γυαλιών
n.