amusing

Προφορά της λέξης:  US [əˈmjuzɪŋ] UK [əˈmjuːzɪŋ]
  • adj.Διασκέδαση
  • v.Διασκεδάζουν παρόντες, προοδευτική
  • WebΕνδιαφέρουσες, διασκεδαστικές και να κάνει τους ανθρώπους να γελούν
adj.
1.
αστείο ή διασκεδαστικό
v.
1.
μετοχή ενεστώτα του "διασκεδάζουν"
adj.
v.
1.
present participle of " amuse"