gams

  • n.«Αερογραμμές"GAM και (φαλαινοθηρικό), επικοινωνιακή πρόσβαση κόμμα
  • v.(Με μια φάλαινα) ομάδων, (φαλαινοθηρικό), ανακοίνωση τους θαλάσση, (στη θάλασσα) και... Το βράδυ Gala
  • abbr.(=
  • WebΗ γενική αλγεβρική Μοντελοποίηση συστήματος (γενική αλγεβρική Μοντελοποίηση συστήματος), επιχειρησιακή έρευνα λογισμικό υλικοτεχνικού σχεδιασμού λογισμικό ανάλυσης
abbr.
1.
(= Καθοδηγούμενη αεροσκαφών πυραύλων)
abbr.
1.
(= guided aircraft missile) 
  • Daphne...Delectable child. Blonde...Lovely gams, adequate income.
    Πηγή: E. Birney
Ευρώπη >> Ελβετία >> GAMS
Europe >> Switzerland >> Gams