amortize

Προφορά της λέξης:  US [ˈæmərˌtaɪz] UK [əˈmɔː(r)taɪz]
  • v.Αποσβέσεις
  • WebΑποσβέσεις αποσβέσεως του κεφαλαίου αποσβένεται
v.
1.
να πληρώσουν τα πίσω χρήματα που χρωστάτε από διενέργεια πληρωμών κατά τακτά χρονικά διαστήματα
na.
1.
Η παραλλαγή του amortise