advertising

Προφορά της λέξης:  US [ˈædvərˌtaɪzɪŋ] UK [ˈædvə(r)ˌtaɪzɪŋ]
  • n.Διαφήμιση? Η διαφημιστική βιομηχανία? Διαφημιστικής φύσεως δραστηριότητες
  • adj.Διαφήμιση (βιομηχανία)
  • v."Διαφημιστείτε" η μετοχή ενεστώτα
  • WebΔιαφήμιση? Διαφημιστικές υπηρεσίες? Διαφήμιση
n.
1.
επιχείρηση να καταστεί διαφημίσεις? διαφημίσεις σε γενικές γραμμές
v.
1.
Η μετοχή ενεστώτα του διαφήμιση