admissive

Προφορά της λέξης:  US [əd'mɪsɪv] UK [əd'mɪsɪv]
  • adj.Εισδοχή- Επιτρέπουν την
  • WebΕπιτρέπουν κάποια? Επιτρεπτή? Άδεια
adj.
1.
τη χορήγηση ή την προβολή αποδοχή