admissible

Προφορά της λέξης:  US [ədˈmɪsəb(ə)l] UK [əd'mɪsəb(ə)l]
  • adj.Παραδεκτή
  • WebΕπιτρεπτή? Παραδεκτή· Αποδεκτή
adj.
1.
επιτρέπεται ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν, ειδικά σε ένα δικαστήριο δίκη
adj.