adduce

Προφορά της λέξης:  US [əˈdus] UK [əˈdjuːs]
  • v.Παραπομπή που; αναφέρω (αποδεικτικά στοιχεία, λόγος, αλήθεια, κλπ)
  • WebΠαρέπεμπαν?
v.
1.
να δώσει ένα ιδιαίτερο γεγονός ως απόδειξη ότι κάτι είναι αλήθεια