acoelomate

Προφορά της λέξης:  US [æ'ki:loʊmeɪt] UK [æ'ki:ləʊmeɪt]
  • n.Acoelomate? Χωρίς Web
  • adj.Καμία κοιλότητα σωμάτων
n.
1.
ένας οργανισμός με καμία κοιλότητα μεταξύ του πεπτικού συστήματος και εξωτερικό τοίχο, π. χ. μια Πλατυέλμινθες ή μέδουσες