acidities

Προφορά της λέξης:  US [əˈsɪdəti] UK [ə'sɪdəti]
  • n.Ξινή? Οξύτητα
  • WebΟξύ
n.
1.
η ποιότητα της ύπαρξης οξύ· η ποσότητα του οξέος σε μια ουσία, για παράδειγμα τρόφιμα, νερό, ή βρωμιά? μια ιατρική κατάσταση στην οποία γίνεται πάρα πολύ όξινο υγρό στο στομάχι και σε κάνει να αισθάνονται άβολα
2.
μια εχθρική και σκληρή ποιότητα ολογράφως γραπτό ή προφορικό