idealistic

Προφορά της λέξης:  US [aɪˌdiəˈlɪstɪk] UK [aɪˌdɪəˈlɪstɪk]
  • adj.Ιδεαλισμός? Φαντασία
  • WebΙδεαλισμός? Ιδανικό? Ουτοπίας
adj.
1.
πιστεύοντας πολύ σταθερά σε κάτι που είναι καλό αλλά μάλλον αδύνατο να επιτευχθεί