abstentions

Προφορά της λέξης:  US [əbˈstenʃ(ə)n] UK [əb'stenʃ(ə)n]
  • n.Προεπιλογή. Ψηφοφορίας αποχές? Απέχουν? Συγκράτησης
  • WebΑπέχουν? Μια μόνιμη παραίτηση
n.
1.
μια απόφαση να μην ψηφίσει σε μια εκλογή ή η συνεδρίαση
2.
αποχή