zonked

Προφορά της λέξης:  US [zɑŋkt] UK [zɒŋkt]
  • adj.Πολύ κουρασμένος, εξαντλημένοι και μεθυσμένος? αναισθησία
  • WebΜεθυσμένος? αναισθησία? μεθυσμένος
blasted blitzed bombed high hopped-up loaded ripped spaced-out spaced strung out wasted wiped out stoned zonked-out
adj.
1.
πολύ κουρασμένος, ή σχεδόν αναίσθητος
adj.