yowling

Προφορά της λέξης:  US [jaʊl] UK [jaʊl]
  • n.(Ιβ) την κραυγή κοράκια? ο φλοίσβος
  • WebΤραγούδι
v.
1.
να κάνει ένα πολύ δυνατό ήχο δυσαρεστημένοι ή καταγγελία